Δημοσιεύτηκε στις: Μάρτιος 18, 2025
Τέμπη, συγκυρία, απολογισμός και προοπτική
26/1 – 28/2 ένας μήνας σε καζάνι που βράζει
Στις 28/2 του 2023 μετά από χρόνια ιδιωτικοποιήσεων, αμέλειας και διαφθοράς δύο τρένα συγκρούστηκαν στα Τέμπη, τα όσα ακολούθησαν είναι λίγο πολύ γνωστά και δεν θα τα επαναλάβουμε. Αυτό που σίγουρα δεν ήταν γνωστό ήταν η πρωτοφανής προσέλευση κόσμου στις 26/1 σε μια συγκέντρωση που διοργάνωσε ο Σύλλογος συγγενών θυμάτων Τεμπών. Μέσα σε μια μέρα άλλαξε όλο το πολιτικό σκηνικό, από το «10 χρόνια Μητσοτάκης» πήγαμε στο «θα πέσει η κυβέρνηση», και αυτό σε μόλις λίγες ώρες. Τέτοια είναι η δύναμη που είχε πολιτικά και συναισθηματικά εκείνη η μέρα. Το κίνημα και οι οργανώσεις του μπροστά στην πρωτοφανή προσέλευση κόσμου βρέθηκε αμήχανο. Δεν ήμασταν προετοιμασμένοι/ες για τέτοιο κόσμο, ούτε το κίνημα, ούτε το πολιτικό προσωπικό κράτους και κεφαλαίου.
Τον επόμενο μήνα οι διεργασίες ήταν ραγδαίες. Από την πλευρά του το κράτος προετοιμάστηκε διοργανώνοντας ένα θέατρο προβοκατορολογίας στα κανάλια και τα μίντια θέλοντας να απονομιμοποιήσει την έκφραση της οργής του κόσμου. Ταυτόχρονα θωρακίστηκε με χιλιάδες μπάτσους για να τσακίσει τον κόσμο στο δρόμο. Από την πλευρά του κινήματος στήθηκαν γρήγορα συνελεύσεις αγώνα με σκοπό την προετοιμασία της απεργίας στις 28/2. Η βραχύτητα του χρόνου σε σχέση με τον αρνητικό συσχετισμό οδήγησαν στην μη ύπαρξη της καλύτερης δυνατής συνεργασίας μεταξύ των δυνάμεων. Ενώ έγιναν προωθητικές κινήσεις (παρεμβάσεις και πορείες σε γειτονιές, σε σταθμούς τρένων, παρεμβάσεις στο πολιτικό προσωπικό, κείμενα και αναλύσεις κλπ) δεν μπορούμε να πούμε με καμία βεβαιότητα, ότι ο κόσμος κατέβηκε λόγω αυτών των κινήσεων. Αν κατάφεραν κάτι σε έναν βαθμό ήταν να δώσουν ένα πολιτικό στίγμα το οποίο σίγουρα λείπει από τον λόγο του Συλλόγου που μιλάει στενά για δικαίωση.
Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η μέρα της απεργίας, καθώς και αυτές που ακολούθησαν. Ο κόσμος του κινήματος και οι οργανώσεις του προσπάθησαν να δώσουν τον παλμό στο σχεδόν ένα εκατομμύριο κόσμου που κατέβηκε στους δρόμους. Οι αριθμοί αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι στην ελληνική ιστορία μετά την Απελευθέρωση! Ο κόσμος κατέβηκε στο δρόμο με αίτημα τη δικαιοσύνη αλλά και την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Οι πολιτικές οργανώσεις προσπάθησαν να βάλουν μια πληθώρα αιτημάτων τα οποία όμως δεν θεωρούμε ότι αποτέλεσαν κοινό κτήμα του κόσμου που παραβρέθηκε. Οι δίκαιες συγκρούσεις που ακολούθησαν πλαισιώθηκαν από ένα κομμάτι του κόσμου, δεν μπορούμε όμως παρά να αναγνωρίσουμε ότι δεν έγιναν κοινό κτήμα του πλήθους το οποίο τόσο λόγω της αποπολιτικοποίησης της τελευταίας δεκαετίας όσο και λόγω της προβοκατορολογίας σε έναν βαθμό τις καταδίκασε κιόλας. Ο κόσμος μετά από την βίαιη επίθεση των μπάτσων έσπασε προς τους γύρω δρόμους και στη συνέχεια (και μέχρι το βράδυ) προσπαθούσε να επαναπροσεγγίσει το Σύνταγμα και να παραμείνει εκεί. Εδώ πρέπει να σταθούμε σε ένα κομβικό λάθος του κινήματος. Δεν υπήρξε από καμία δύναμη ρεαλιστική πρόταση για την παραμονή του κόσμου και την πλαισίωση της διάθεσής του. Αντίθετα, υπήρχε μια διάχυτη διάθεση δυσαναλογίας σε σχέση με το τι θα μπορούσε να είχε κάνει το κίνημα, και δεν έκανε. Όσες δικαιολογίες και να βρούμε, δεν φτάνουν για να καλύψουν τα οργανωτικά ταβάνια που φάνηκε να ακουμπάμε συλλογικά τις τελευταίες μέρες. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και τις επόμενες ημέρες όπου έλαβαν χώρα συγκεντρώσεις.
Το (μη) κίνημα των Τεμπών, μια ανάλυση για την πολιτική συγκυρία
Για να αντιληφθούμε το τι γίνεται πρέπει να αναγνωρίσουμε τη φύση του (μη) κινήματος των Τεμπών. Δανειζόμαστε αυτόν τον όρο για να περιγράψουμε το σύνολο αντικυβερνητικών διαδηλώσεων χωρίς έναν ακριβή στόχο παρά μια αφορμή. Η αφορμή σε αυτή τη συνθήκη είναι το αίτημα για δικαιοσύνη. Πίσω όμως από αυτό, και χωρίς να είναι απαραίτητη η συνειδητοποίηση του κόσμου για να το αντιληφθεί, κρύβονται χρόνια αυταρχισμού, μια πολιτική φτωχοποίησης, ο φόβος του πολέμου, το πολιτικό αδιέξοδο και το κοινωνικό άγχος που παράγει αυτή η συγκυρία. Το πολιτικό ζήτημα όπως το βλέπουμε σε αυτή τη συγκυρία είναι ποια συνείδηση θα κυριαρχήσει όσο εξελίσσεται το μη κίνημα των Τεμπών, σε κίνημα.
Η πάλη μεταξύ της κυριαρχίας της ταξικής ή της εθνικής συνείδησης είναι ξεκάθαρη στο πεδίο των μη κινημάτων γενικά και των Τεμπών ειδικά. Τα αιτήματα για «κάθαρση» του κράτους, για εξυγίανση του μηχανισμού, ενάντια στη διαφθορά, για νίκες σε δικαστικές αίθουσες είναι ένας λόγος (που αν όχι καθαυτός) από μόνος του ανήκει στην εθνική ενότητα της Δεξιάς (δεν είναι τυχαίο ότι και η ίδια η κυβέρνηση επικαλείται τα παραπάνω για να αιτιολογήσει την αδυναμία της. Η ανωτέρω ρητορική μέσα (και) από αυτά τα αιτήματα κρύβει τον κίνδυνο της ένωσης ρατσιστών και μεταναστών, κακοποιητών και κακοποιημένων, εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων και βασικά, αστών και προλετάριων πίσω από γενικολογίες για δικαίωση. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κόμματα που επωφελούνται δημοσκοπικά είναι η αριστερο-ακροδεξιά της Κωνσταντοπούλου και η «ριζοσπαστική» ακροδεξιά του Βελόπουλου. Δύο κόμματα που ξερνάνε λαϊκίστικο αντισυστιμισμό την στιγμή που είναι τα καλύτερα τσιράκια των αστών.
Από την άλλη πλευρά, η κυριαρχία της ταξικής συνείδησης και η μετατροπή του μη κινήματος των Τεμπών σε ένα ταξικό κίνημα με αντικαπιταλιστικό-αντικρατικό χαρακτήρα θα σήμαινε την εγκόλπωση, την προταγματοποίηση αιτημάτων για δημόσιες, δωρεάν ασφαλής μεταφορές, για προστασία των δημόσιων αγαθών, ενάντια στην ακρίβεια και τη φτοχωποίηση, ενάντια στον πόλεμο και μια συσχέτιση με το τεράστιο κρατικό έγκλημα στην Πύλο, τις δολοφονίες Ρομά κλπ. Ταυτόχρονα θα σήμαινε και την απόρριψη της προβοκατορολογίας ως εργαλείο του κράτους για την αυτοπροστασία του, και συνεπώς την εγκόλπωση μιας πιο ευρείας γκάμας μαχητικών και συγκρουσιακών πρακτικών.Θα σήμαινε ακόμα μετατροπή του κέντρου βάρους των συνθημάτων του κόσμου από την δικαίωση ειδικά, στην ταξική-κοινωνική δικαιοσύνη γενικά.
Δεν θα ισχυριστούμε ότι το μη κίνημα των Τεμπών ρέπει προς μια από τις δύο κατευθύνσεις καθώς έχει χαρακτηριστικά τόσο εθνικού όσο και ταξικού. Θα πούμε όμως ότι η ταξική συνείδηση είναι πιο ξένη στην μεταμνημονιακή Ελλάδα από την εθνική, η οποία είναι πάντοτε οικεία ως η επίσημη πρόταση της εξουσίας και συνεπώς, η τραμπάλα είναι a priori γερμένη. Στο χέρι μας να γυρίσει από την άλλη.
Προοπτική και καθήκοντα
Η λαϊκή κινητικότητα του τελευταίου μήνα ανέδειξε όπως ειπώθηκε τα οργανωτικά μας ταβάνια αλλά ταυτόχρονα και την ανάγκη ξεπεράσματος της πολιτικής στρατηγικής, εκείνης που εμπεριέχει κυρίως την εσωστρέφεια, την περιχαράκωση, τον μικρό ηγεμονισμό, και την αυτόκεντρη ανάπτυξη του εκάστοτε φορέα. Το προαναφερθέν αποδείχτηκε και πρακτικά (στον δρόμο) αλλά και ιδεολογικό-πολιτικά (στην αδυναμία να δοθεί ένα συγκεκριμένο πλαίσιο πάλης που μπορεί να αγκαλιάσει και να αγκαλιαστεί από την τάξη και τα λαϊκά στρώματα ευρύτερα - προς το παρόν-. Σε αυτό το πλαίσιο έρχεται το καθήκον της «μετωπικής πολιτικής»
Οφείλουμε να κατανοήσουμε αυτό το καθήκον μέσα στην σημερινή πολιτική συγκυρία της κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος και των αστικών κομμάτων -συμπεριλαμβανομένων των δυνάμεων εκείνων που συνεχίζουν να καλούν τον λαό να συμμετέχει σε μια εκπόνηση «συμπερασμάτων» και σε μια ιδεαλιστική ακροβασία που αποφεύγει για μια ακόμη φορά να δώσει ονοματεπώνυμο στην οργή -. Το δύσκολο αλλά και κρίσιμο στην υπόθεση που άνοιξε το έγκλημα των Τεμπών είναι ότι ο αστικός κόσμος δεν έχει απέναντι του ένα αντιπολιτευόμενο κόμμα που διεκδικεί τα κλειδιά της αστικής εξουσίας - προκειμένου να εκτονώσει και να αφομοιώσει με αρνητικό τρόπο τις διεκδικήσεις του δρόμου - ή να διαβάλλει αποφεύγοντας την αλλαγή στις καρέκλες, αλλά μια πραγματικά κοινωνική αντιπολίτευση. Αυτός είναι και ο λόγος - πέρα από την φανερή ενοχή - που η κυβέρνηση έχει περιέλθει σε απόλυτο πανικό αλλάζοντας διαρκώς την «θέση» της σχετικά με το μπάζωμα, την συγκάλυψη, την κατάσταση στον σιδηρόδρομο, αλλά και η -Επίσης- ένοχη αντιπολίτευση που δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτή την συνθήκη.
Σχετικά με αυτή την κοινωνική αντιπολίτευση αξίζει να αναφέρουμε ότι διατηρεί στο πυρήνα της προοδευτικό χαρακτήρα αποφεύγοντας -πάντα προς το παρόν- την έκπτωση σε Ακροδεξιά αφηγήματα γεγονός που οφείλει το ανταγωνιστικό κίνημα να καρπωθεί (καθώς ο μαχητικός και επίμονος αντιφασισμος είναι αυτός που έχει δώσει τέτοια ευκαιρία). Ταυτόχρονα αυτή η αντιπολίτευση δεδομένα δεν κινητοποιείται μόνο για τα Τέμπη αλλά αντιλαμβάνεται την ευρύτερη δυσμενή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει με την ακρίβεια και την υπονόμευση των λαϊκών αγαθών. Έχει όμως ένα ακόμη αξιοπρόσεκτο και σημαντικό χαρακτηριστικό, εκείνο της επαναπολιτικοποίησης μιας προηγούμενης γενιάς που ξανά πίστεψε στον δρόμο, στις δυνάμεις της και στην συλλογική της δράση και της πολιτικοποίηση μιας νέας που τώρα μαθαίνει να διεκδικεί, να μάχεται συλλογικά, να ηττάται και -μακάρι- και να νικά. Αυτό το χαρακτηριστικό δεν μπόρεσε να διαισθανθεί και να αντιληφθεί ένα κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος με αποτέλεσμα να εκπίπτει σε «εξεγέρσεις που ξεκίνησαν» και «κοινωνικές επαναστάσεις που έρχονται» χαράσσοντας συνεπακόλουθα μια λανθασμένη στρατηγική στον λόγο και στην πράξη.
Προκειμένου να μετατραπεί λοιπόν το μη - κίνημα σε κίνημα απαιτείται μετωπική πολιτική. Μέτωπο με βάση την τάξη, για την ανατροπή του εθνικού μη-κινήματος σε ταξικό κίνημα, που θα καταφέρει να στοχοποιήσει και να συνδυάσει όλα τα κεντρικά πολιτικά ζητήματα της εποχής μας. Μετωπική πολιτική ως ανάχωμα στην ολομέτωπη επίθεση που η εργατική τάξη δέχεται. Ο συντονισμός, ήτοι, των οργανώσεων που θα μπορέσει να θέσει επί τάπητος και να βάλει τον αγώνα σε μια κατεύθυνση, που στην προκειμένη φάση δεν είναι άλλη πέρα από αυτή των αντί - ιδιωτικοποιήσεων. Οι χρόνιες μνημονιακές πολιτικές που υπηρέτησε το αστικό μπλοκ οδήγησαν στην υπονόμευση μια σειράς αγαθών προκειμένου να γίνουν τσιφλίκι των καπιταλιστών. Το να τεθεί λοιπόν το ζήτημα για επαναφορά τους σε δημόσια συνθήκη που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες της τάξης μας δεν είναι όπως θεωρούν ορισμένοι οπορτουνιστικό, αντιθέτως μας δίνει την ευκαιρία να οξύνουμε και να αποκαλύψουμε τις βασικές αντιθέσεις - ανάμεσα δηλαδή στο κεφάλαιο και την εργασία - αλλά και ταυτόχρονα να πραγματοποιήσουμε μια πολυεπίπεδη και πολύμορφη μάχη. Καθώς τίποτα, ειδικά στην σημερινή φάση της οικονομίας, στον καπιταλισμό, δεν θα παραδοθεί από την αστική τάξη αμαχητί.
⟵ Επιστροφή